-
1 κερκίς
Grammatical information: f.Meaning: `weaver's shuttle' (Il.); metaph. of comparable objects, e. g. `great bone of the leg, tibia' (A. R., Heroph. Med.), `wedge-shaped division of the seats in the theater' (hell.); as tree-name a. o. `asp, Populus tremula' (Arist., Thphr.). The meaning are discussed by R. Martin, REGr. 80 (1967) 319f.Compounds: As 1. member in κερκιδοποιική ( τέχνη) `the art of a κερκιδοποιός' (Arist.); as 2. member in παρα-κερκίς f. `splint-bone' (Poll.).Derivatives: Diminutives κερκίδιον (pap.); κερκιδιαῖον `wedge-shaped spool' (Attica); κερκίζω `use the weaver's shuttle' (Pl., Arist.) with κέρκισις `weaving' (Arist.), κερκιστική ( τέχνη) `art of weaving' (Pl.), κέρκιστρα n. pl. `weaver's wages' (pap.). Further also κερκάδαι pl. `the weavers', name of a society of weavers (Argos); cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 176.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Diminutive of κέρκος (s. v.), in the original sense of *`stave, rod' (cf. Vendryes REGr. 25, 461). Not with Prellwitz to the group of κρέξ (after the humming of the weaver's shuttle). Techmical word that seems rather Pre-Greek.Page in Frisk: 1,830Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κερκίς
-
2 κερκίς
A weaver's shuttle,χαμαὶ δέ οἱ ἔκπεσε κ. Il.22.448
;χρυσείῃ κερκίδ' ὕφαινεν Od.5.62
, cf. S.Ant. 976 (lyr.), Pl.Cra. 388a;ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσα E.Tr. 199
(lyr.);κερκίσιν ἐφεστάναι Id.Hec. 363
;φωνὴ κερκίδος S.Fr. 595
; κερκίδος ὕμνοις ib. 890 (lyr.);κερκίδος ἀοιδοῦ E.Fr. 523
(lyr.): metaph., μήδεα ἀδαμαντίναις ὑφαίνεται κερκίσιν αἶσα Lyr.Adesp.ap.Stob.1.5.11.II any taper rod, of wood, ivory, etc.; as,3 great bone of the leg, tibia, A.R.4.1520, Plu.Alex.45; = κνήμη, Heroph. ap.Ruf.Onom. 123, Poll.2.191.5 rod for stirring liquids, Gal.12.683.6 iron dowel, IG22.1668.52.7 καμπύλοχοι κ., of ploughs, Orph.Fr.33.III wedge-shaped division of the seats in the theatre,περὶ τὴν ἐσχάτην.. κ. καθιζούσας θεωρεῖν Alex.41
, cf. Phld.Acad.Ind.p.26 M., LW 1586 ([place name] Aphrodisias).2 Judas tree, Cercis Siliquastrum, ib.1.11.2.3 white bryony, Bryonia cretica, Gal.14.186. -
3 κερκίς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κερκίς
-
4 αὐτοκερκίς
A ideal shuttle, Procl.in Prm.p.773S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοκερκίς
-
5 ὀκτάκερκις
A with eight spokes, EM 621.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάκερκις
См. также в других словарях:
κερκίς — (I) η (ΑΜ κερκίς, ίδος) βλ. κερκίδα. (II) η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λεγκουμινίδες ή φαβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cercis < cerc (πρβλ. κέρκος) + κατάλ. ις] … Dictionary of Greek
παρακερκίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. πλάγιο οστό σε παθολογικές περιπτώσεις αρχ. το μικρό οστό τής κνήμης, η περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κερκίς, ίδος «οστό τής κνήμης»] … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
κερκιδιαίον — κερκιδιαῑον, τὸ (Α) επιγρ. φράγμα ή τοίχος με σχήμα κερκίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος + κατάλ. ιαίος (πρβλ. κρηπιδ ιαίος, ταλαντ ιαίος)] … Dictionary of Greek
κερκιδικός — ή, ό ανατ. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην κερκίδα τού αντιβραχίου (α. «κερκιδική αρτηρία» β. «κερκιδικό νεύρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. radial. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δαμιανό Γεωργίου] … Dictionary of Greek
κερκιδοποιός — κερκιδοποιός, ὁ (Α) τεχνίτης που κατασκεύαζε κερκίδες, σαΐτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κερκιδωλενικός — ή, ό ανατ. αυτός που αναφέρεται στην κερκίδα και στην ωλένη συγχρόνως («κερκιδωλενική διάρθρωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερκίς, ίδος + ώλεν ικός (< ώλένη). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. radiocubital] … Dictionary of Greek
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek